(Η ιστορία των Ρον και RJ Hunter που δημοσιευσαμε το πρωί εφερε στον συνδιαχειριστή μου αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία... Τις παραθέτω αυτούσιες χωρίς να διερωτώμαι για την εγκυρότητα τους. Οι αναμνήσεις άλλωστε είναι ο τρόπος με τον οποίο η φαντασία διαμορφώνει το παρελθόν.)
Του Iason Sekeris.
Τον Φεβρουάριο του 1988 η Ελλάδα μπασκετικά βρισκόταν σε μια πρωτόγνωρη φάση. Δεν είχε κλείσει καν χρόνος από το θρίαμβο του 1987 και οι αλάνες στις γειτονιές ήταν γεμάτες παιδιά που μπιστάγανε μια μπάλα μπάσκετ με σκοπό κάποια στιγμή να γίνουν ένας νέος Φάνης Χριστοδούλου (δεν ήθελε κανείς να γίνει Γκάλης γιατί ο Γκάλης ήταν ο Θεός, το άπιαστο, το απλησίαστο). Εγώ τότε τελείωνα το λύκειο και έμενα σε μία γειτονιά της Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη. Να σου τονίσω Γιώργο πως οι έφηβοι εκείνης της εποχής δεν έμοιαζαν καθόλου με τους σημερινούς. Φοράγαμε τζιν σκαρπίνι και άσπρη κάλτσα και δεν υπήρχε πρόβλημα. Το χνούδι στο πάνω μέρος των χειλιών ήταν σημάδι ότι μεγαλώνεις και ότι αντρεύεις όχι νοοτροπία του στυλ «ολόκληρος μαντράχαλος θα έπρεπε ήδη να ξυρίζεσαι».
Εγώ δεν διέφερα πολύ από τους νέους της εποχής. Στο σχολείο κάθε πρωί κάναμε πλάκες, ανταλλάσσαμε κασέτες μουσικής Μπον Τζόβι, Ροξι Μιούζικ και άλλων ξένων καλλιτεχνών και καμιά φορά ξεφεύγαμε και γελούσαμε (στην προσπάθειά μας να φλερτάρουμε) όταν κάποια συμμαθήτριά μας δεν είχε σηκώσει με το σεσουάρ το κοκοράκι και το μαλλί της είχε τον φυσικό του όγκο. Όταν όμως τελείωνε το σχολείο, οι πλάκες, οι μουσικές και οι έρωτες πηγαίνανε στην άκρη. Περιμέναμε πως και τι να βρεθούμε στην αλάνα της γειτονιάς μας με μια μπάλα μπάσκετ και μέχρι να σουρουπώσει να παίζουμε μονά στα 21. Μετά γρήγορα σπίτι για να δούμε στην ΕΡΤ τις μάχες του Άρη και του ΠΑΟΚ. Εμένα μου άρεσε ο Ηρακλής (λόγω Χατζηπαναγή).
Αυτό γινόταν και τις χειμωνιάτικες μέρες φυσικά παρότι ξέρεις ο Γιώργο ο χειμώνας στη Β.Ελλάδα είναι βαρύς. Δεν ξεχάσω όμως ποτέ ένα ξεχωριστό απόγευμα του Φεβρουαρίου του 1988. Ήμουν στην αλάνα επί της οδού Ταταούλων στην Καλαμαριά με το φίλο μου τον Παντελή, τον Κώστα και τον αδερφό του τον Δημήτρη. Με τον Παντελή και τον Κώστα ήμασταν συμμαθητές στην τρίτη Λυκείου, ο Κώστας πήγαινε πρώτη αλλά παίζαμε μπάσκετ μαζί γιατί ήταν ιδιαίτερα όμορφος για την εποχή και παρότι μικρότερος μας γνώριζε κορίτσια αφού τον θέλανε όλες ακόμα και από τις μεγαλύτερες τάξεις. Δεν υπήρχε ιδιαίτερη όρεξη εκείνη την ημέρα για ανταγωνιστικό μονό καθώς νωρίτερα είχαμε πάρει βαθμούς και αυτό μονοπωλούσε τις συζητήσεις μας. Οπότε παίζαμε ρολόι και βρίζαμε την αγγλικού. Το μπαλκόνι του σπιτιού μου «έβλεπε» στην αλάνα οπότε σε περίπτωση ανάγκης η μάνα μου έβγαινε στο μπαλκόνι και σαν ντελάλης φώναζε Ιάσονααααα Ιάσονααααα και εγώ με βαρύ στυλ (μη γίνουμε και ρεζίλι) πήγαινα να δω τι θέλει.
Αυτό που ήθελε εκείνη την μέρα δεν θα μπορούσα όμως να περιμένω ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Είχε πάρει τηλέφωνο στο σπίτι μας η Τζοβάνα Φραγκούλη. Η κα Φραγκούλη ήταν μεγάλη τηλεοπτική αστέρας της εποχής και είχε μια φοβερή εκπομπή για παιδιά το «Πες το και θα γίνει». Έστελνες εσύ ένα γράμμα με την πιο τρελή σου επιθυμία και αυτή την πραγματοποιούσε. Δύο χρόνια πριν λοιπόν είχα στείλει ένα γράμμα και είχα γράψει στην κα Φραγκούλη ότι είχα σαν όνειρο να πάω στην Αμερική να δω τη γιαγιά μου που έμενε μόνιμα στο Ohio. Τότε δεν ήταν εύκολο να πας στην Αμερική και ούτε να επικοινωνήσεις με το τηλέφωνο. Τους είχα πει μάλιστα πως η γιαγιά μου που έμενε εκεί με την άλλη της κόρη από το δεύτερο γάμο ήταν άρρωστη (δεν είχε τίποτα σοβαρό).
Δύο χρονιά μετά λοιπόν η απάντηση ήταν θετική. Θα πήγαινα στο Ohio μαζί με την κα Φραγκούλη να δούμε τη γιαγιά μου τη Ματίνα (Ματινάρα την φωνάζανε στην ελληνική παροικία του Dayton). Εκεί στο Dayton είχε πάει με τον δεύτερο άντρα της από το 1955 και είχαν ανοίξει μια ταβέρνα την ACROPOLIS. - -Παρεμπιπτόντως να σημειώσω πως η κα Φραγκούλη ήταν πάρα πολύ καλή και ότι μας λείπει από την τηλεόραση!!
Όταν φτάσαμε στο Dayton γνώρισα και για πρώτη φορά τα ξαδέρφια μου τον Γιώργο και την Μαρία. Με τη Μαρία είχαμε την ίδια ηλικία, ο Γιώργος όμως ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος και σπούδαζε στο Miami University που βρισκόταν στην πόλη της Οξφόρδης του Ohio (εκεί κοντά). Μετά τις πρώτες 2-3 μέρες που ήμασταν εκεί (σύνολο καθίσαμε 10 αφού η κα Φραγκούλη πετάχτηκε ένα διήμερο στη Νέα Υόρκη για κάτι ψώνια) μου πρότεινε ο Γιώργος να πάω μαζί του μια μέρα στο πανεπιστήμιο για να δω πως είναι αφού και εγώ σε λίγους μήνες από τότε θα τελείωνα το σχολείο και θα έπρεπε να πάρω κάποιες σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον μου. Όταν μπήκα στο campus δεν σου κρύβω Γιώργο ότι εντυπωσιάστηκα από τις εκτάσεις, τις υποδομές αλλά και τα μεγέθη. «Πάμε» μου λέει ο Γιώργος «στην cafeteria να κάτσουμε καθώς το μάθημα αρχίζει σε 40 λεπτά και έχουμε χρόνο για ξόδεμα».
Τον ακολούθησα και καθίσαμε σε ένα τραπέζι. Είχα πραγματικά χαζέψει με τα κορίτσια που ήταν πολύ ανεπτυγμένα και πολύ μοδάτα. Ήταν ένας άλλος κόσμος και είμαι σίγουρος πως το σοκ φαινότανε στο βλέμμα μου αφού ο Γιώργος με κορόιδευε και μου φώναζε «Don’t stare ρε». Σε εκείνο το σημείο έφτασε και ο κολλητός φίλος του Γιώργου ο Ρον. Εγώ σάστισα γιατί ήταν μαύρος. Δεν με πείραξε απλά μέχρι τότε μαύρο είχα δει μόνο από την τηλεόραση και στο Αλεξάνδρειο.
Ήταν φοβερός τύπος ο Ρον, πολύ πλακατζής και αυτό που λέμε όξω καρδιά. Σπούδαζε κοινωνιολογία και ήταν στον τελευταίο χρόνο για το πτυχίο του. Ο διάλογος μαζί του ήταν μια ευκαιρία να ξεσκονίσω τα αγγλικά μου. «Do you want a slush puppie»? μου λέει. Μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω πως δεν ήθελε να μου δώσει ένα κουτάβι αλλά ήθελε να με κεράσει μια γρανίτα σαν welcome drink. Όπως λοιπόν ο Ρον ερχόταν προς το τραπέζι μας κρατώντας τον δίσκο με τις τρεις γρανίτες, πάτησε ένα μαρούλι με λίγη μαγιονέζα που είχε πέσει στο πάτωμα με αποτέλεσμα να γλιστρήσει. Φυσικά ο δίσκος με τις γρανίτες δεν έμεινε ακέραιος. Οι γρανίτες εκτοξεύτηκαν στον αέρα.
Οι δύο προσγειώθηκαν στο πάτωμα. Η τρίτη όμως δυστυχώς έπεσε πάνω σε μια κοπέλα (μαύρη και αυτή). Ο Ρον αισθάνθηκε πολύ άσχημα και σηκώθηκε ντροπιασμένος από την πτώση, βρήκε χαρτί και έτρεξε προς το μέρος της κοπέλας που ούρλιαζε και έβριζε για να τη βοηθήσει να καθαρίσει τις γρανίτες από πάνω της. Τα πρώτα 5 λεπτά είχαν ένταση. Όσο όμως η ώρα περνούσε και η κοπέλα έβλεπε την ειλικρινή μεταμέλεια του Ρον το κλίμα γινόταν όλο και πιο ήρεμο. Στην προσπάθεια του να τον συγχωρέσει, ο Ρον της ζήτησε να βγούνε να την κεράσει φαγητό και σινεμά. Μετά από μικρή σχετικά πίεση η κοπέλα δέχτηκε. Με λίγο καλύτερη διάθεση ο Ρον επέστρεψε στο τραπέζι και χαμογελώντας μου λέει «You see that girl Jason? Someday I’m going to marry her» . Και Γιώργο όντως την παντρεύτηκε. Η γιαγιά μου έκανε και το catering σε εκείνο το γάμο. Την παντρεύτηκε και τον γιο τους τον ονόμασαν RJ. And the rest is history που θα έλεγε και φίλος μου ο Ρον…
Του Iason Sekeris.
Τον Φεβρουάριο του 1988 η Ελλάδα μπασκετικά βρισκόταν σε μια πρωτόγνωρη φάση. Δεν είχε κλείσει καν χρόνος από το θρίαμβο του 1987 και οι αλάνες στις γειτονιές ήταν γεμάτες παιδιά που μπιστάγανε μια μπάλα μπάσκετ με σκοπό κάποια στιγμή να γίνουν ένας νέος Φάνης Χριστοδούλου (δεν ήθελε κανείς να γίνει Γκάλης γιατί ο Γκάλης ήταν ο Θεός, το άπιαστο, το απλησίαστο). Εγώ τότε τελείωνα το λύκειο και έμενα σε μία γειτονιά της Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη. Να σου τονίσω Γιώργο πως οι έφηβοι εκείνης της εποχής δεν έμοιαζαν καθόλου με τους σημερινούς. Φοράγαμε τζιν σκαρπίνι και άσπρη κάλτσα και δεν υπήρχε πρόβλημα. Το χνούδι στο πάνω μέρος των χειλιών ήταν σημάδι ότι μεγαλώνεις και ότι αντρεύεις όχι νοοτροπία του στυλ «ολόκληρος μαντράχαλος θα έπρεπε ήδη να ξυρίζεσαι».
Εγώ δεν διέφερα πολύ από τους νέους της εποχής. Στο σχολείο κάθε πρωί κάναμε πλάκες, ανταλλάσσαμε κασέτες μουσικής Μπον Τζόβι, Ροξι Μιούζικ και άλλων ξένων καλλιτεχνών και καμιά φορά ξεφεύγαμε και γελούσαμε (στην προσπάθειά μας να φλερτάρουμε) όταν κάποια συμμαθήτριά μας δεν είχε σηκώσει με το σεσουάρ το κοκοράκι και το μαλλί της είχε τον φυσικό του όγκο. Όταν όμως τελείωνε το σχολείο, οι πλάκες, οι μουσικές και οι έρωτες πηγαίνανε στην άκρη. Περιμέναμε πως και τι να βρεθούμε στην αλάνα της γειτονιάς μας με μια μπάλα μπάσκετ και μέχρι να σουρουπώσει να παίζουμε μονά στα 21. Μετά γρήγορα σπίτι για να δούμε στην ΕΡΤ τις μάχες του Άρη και του ΠΑΟΚ. Εμένα μου άρεσε ο Ηρακλής (λόγω Χατζηπαναγή).
Αυτό γινόταν και τις χειμωνιάτικες μέρες φυσικά παρότι ξέρεις ο Γιώργο ο χειμώνας στη Β.Ελλάδα είναι βαρύς. Δεν ξεχάσω όμως ποτέ ένα ξεχωριστό απόγευμα του Φεβρουαρίου του 1988. Ήμουν στην αλάνα επί της οδού Ταταούλων στην Καλαμαριά με το φίλο μου τον Παντελή, τον Κώστα και τον αδερφό του τον Δημήτρη. Με τον Παντελή και τον Κώστα ήμασταν συμμαθητές στην τρίτη Λυκείου, ο Κώστας πήγαινε πρώτη αλλά παίζαμε μπάσκετ μαζί γιατί ήταν ιδιαίτερα όμορφος για την εποχή και παρότι μικρότερος μας γνώριζε κορίτσια αφού τον θέλανε όλες ακόμα και από τις μεγαλύτερες τάξεις. Δεν υπήρχε ιδιαίτερη όρεξη εκείνη την ημέρα για ανταγωνιστικό μονό καθώς νωρίτερα είχαμε πάρει βαθμούς και αυτό μονοπωλούσε τις συζητήσεις μας. Οπότε παίζαμε ρολόι και βρίζαμε την αγγλικού. Το μπαλκόνι του σπιτιού μου «έβλεπε» στην αλάνα οπότε σε περίπτωση ανάγκης η μάνα μου έβγαινε στο μπαλκόνι και σαν ντελάλης φώναζε Ιάσονααααα Ιάσονααααα και εγώ με βαρύ στυλ (μη γίνουμε και ρεζίλι) πήγαινα να δω τι θέλει.
Αυτό που ήθελε εκείνη την μέρα δεν θα μπορούσα όμως να περιμένω ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Είχε πάρει τηλέφωνο στο σπίτι μας η Τζοβάνα Φραγκούλη. Η κα Φραγκούλη ήταν μεγάλη τηλεοπτική αστέρας της εποχής και είχε μια φοβερή εκπομπή για παιδιά το «Πες το και θα γίνει». Έστελνες εσύ ένα γράμμα με την πιο τρελή σου επιθυμία και αυτή την πραγματοποιούσε. Δύο χρόνια πριν λοιπόν είχα στείλει ένα γράμμα και είχα γράψει στην κα Φραγκούλη ότι είχα σαν όνειρο να πάω στην Αμερική να δω τη γιαγιά μου που έμενε μόνιμα στο Ohio. Τότε δεν ήταν εύκολο να πας στην Αμερική και ούτε να επικοινωνήσεις με το τηλέφωνο. Τους είχα πει μάλιστα πως η γιαγιά μου που έμενε εκεί με την άλλη της κόρη από το δεύτερο γάμο ήταν άρρωστη (δεν είχε τίποτα σοβαρό).
Δύο χρονιά μετά λοιπόν η απάντηση ήταν θετική. Θα πήγαινα στο Ohio μαζί με την κα Φραγκούλη να δούμε τη γιαγιά μου τη Ματίνα (Ματινάρα την φωνάζανε στην ελληνική παροικία του Dayton). Εκεί στο Dayton είχε πάει με τον δεύτερο άντρα της από το 1955 και είχαν ανοίξει μια ταβέρνα την ACROPOLIS. - -Παρεμπιπτόντως να σημειώσω πως η κα Φραγκούλη ήταν πάρα πολύ καλή και ότι μας λείπει από την τηλεόραση!!
Όταν φτάσαμε στο Dayton γνώρισα και για πρώτη φορά τα ξαδέρφια μου τον Γιώργο και την Μαρία. Με τη Μαρία είχαμε την ίδια ηλικία, ο Γιώργος όμως ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος και σπούδαζε στο Miami University που βρισκόταν στην πόλη της Οξφόρδης του Ohio (εκεί κοντά). Μετά τις πρώτες 2-3 μέρες που ήμασταν εκεί (σύνολο καθίσαμε 10 αφού η κα Φραγκούλη πετάχτηκε ένα διήμερο στη Νέα Υόρκη για κάτι ψώνια) μου πρότεινε ο Γιώργος να πάω μαζί του μια μέρα στο πανεπιστήμιο για να δω πως είναι αφού και εγώ σε λίγους μήνες από τότε θα τελείωνα το σχολείο και θα έπρεπε να πάρω κάποιες σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον μου. Όταν μπήκα στο campus δεν σου κρύβω Γιώργο ότι εντυπωσιάστηκα από τις εκτάσεις, τις υποδομές αλλά και τα μεγέθη. «Πάμε» μου λέει ο Γιώργος «στην cafeteria να κάτσουμε καθώς το μάθημα αρχίζει σε 40 λεπτά και έχουμε χρόνο για ξόδεμα».
Τον ακολούθησα και καθίσαμε σε ένα τραπέζι. Είχα πραγματικά χαζέψει με τα κορίτσια που ήταν πολύ ανεπτυγμένα και πολύ μοδάτα. Ήταν ένας άλλος κόσμος και είμαι σίγουρος πως το σοκ φαινότανε στο βλέμμα μου αφού ο Γιώργος με κορόιδευε και μου φώναζε «Don’t stare ρε». Σε εκείνο το σημείο έφτασε και ο κολλητός φίλος του Γιώργου ο Ρον. Εγώ σάστισα γιατί ήταν μαύρος. Δεν με πείραξε απλά μέχρι τότε μαύρο είχα δει μόνο από την τηλεόραση και στο Αλεξάνδρειο.
Ήταν φοβερός τύπος ο Ρον, πολύ πλακατζής και αυτό που λέμε όξω καρδιά. Σπούδαζε κοινωνιολογία και ήταν στον τελευταίο χρόνο για το πτυχίο του. Ο διάλογος μαζί του ήταν μια ευκαιρία να ξεσκονίσω τα αγγλικά μου. «Do you want a slush puppie»? μου λέει. Μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω πως δεν ήθελε να μου δώσει ένα κουτάβι αλλά ήθελε να με κεράσει μια γρανίτα σαν welcome drink. Όπως λοιπόν ο Ρον ερχόταν προς το τραπέζι μας κρατώντας τον δίσκο με τις τρεις γρανίτες, πάτησε ένα μαρούλι με λίγη μαγιονέζα που είχε πέσει στο πάτωμα με αποτέλεσμα να γλιστρήσει. Φυσικά ο δίσκος με τις γρανίτες δεν έμεινε ακέραιος. Οι γρανίτες εκτοξεύτηκαν στον αέρα.
Οι δύο προσγειώθηκαν στο πάτωμα. Η τρίτη όμως δυστυχώς έπεσε πάνω σε μια κοπέλα (μαύρη και αυτή). Ο Ρον αισθάνθηκε πολύ άσχημα και σηκώθηκε ντροπιασμένος από την πτώση, βρήκε χαρτί και έτρεξε προς το μέρος της κοπέλας που ούρλιαζε και έβριζε για να τη βοηθήσει να καθαρίσει τις γρανίτες από πάνω της. Τα πρώτα 5 λεπτά είχαν ένταση. Όσο όμως η ώρα περνούσε και η κοπέλα έβλεπε την ειλικρινή μεταμέλεια του Ρον το κλίμα γινόταν όλο και πιο ήρεμο. Στην προσπάθεια του να τον συγχωρέσει, ο Ρον της ζήτησε να βγούνε να την κεράσει φαγητό και σινεμά. Μετά από μικρή σχετικά πίεση η κοπέλα δέχτηκε. Με λίγο καλύτερη διάθεση ο Ρον επέστρεψε στο τραπέζι και χαμογελώντας μου λέει «You see that girl Jason? Someday I’m going to marry her» . Και Γιώργο όντως την παντρεύτηκε. Η γιαγιά μου έκανε και το catering σε εκείνο το γάμο. Την παντρεύτηκε και τον γιο τους τον ονόμασαν RJ. And the rest is history που θα έλεγε και φίλος μου ο Ρον…
(Για να το λέει έτσι θα ναι )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου